- απονενοημένος
- ümitsiz, başarısızlığa
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
απονενοημένος — η, ο βλ. απονοούμαι … Dictionary of Greek
ἀπονενοημένος — ἀπονοέομαι have lost all sense perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονοούμαι — ἀπονοοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. χάνω τον νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ 2. βρίσκομαι σε απόγνωση, σε απελπισία II. η μετοχή πρκμ. απονενοημένος, η, ο (αρχ. μσν., ος, ον) απεγνωσμένος, απελπισμένος αρχ. πρόστυχος, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + νοούμαι,… … Dictionary of Greek